ύδωρ

ύδωρ
το / ὕδωρ, -ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α
(στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό
2. φρ. α) «γην και ύδωρ» — βλ. γη
β) «ύδατος και γης απαγόρευσις»
(στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν η παροχή νερού και φωτιάς
νεοελλ.
1. γενική ονομασία διαφόρων χημικών, φαρμακευτικών και αρωματικών υγρών (α. «οξυγονούχο ύδωρ» — το οξυζενέ
β. «ύδωρ Κολωνίας» — η κολώνια)
2. φρ. α) «βαρύ ύδωρ» — βλ. νερό
β) «χωρικά ύδατα»
(νομ.) βλ. χωρικός
αρχ.
1. η βροχή, ο υετός
2. κάθε υγρό («ὕδατος εἴδη τὰ τοιάδε
οἶνος, οὖρον, ὀρός»
Αριστοτ.)
3. ονομασία ορισμένων αστέρων τού Υδροχόου, οι οποίοι παρίσταναν το χεόμενο νερό
4. (στην Αθήνα σχετικά με ρήτορα) το νερό που χυνόταν στην κλεψύδρα και με το οποίο μετρούσαν τον χρόνο αγόρευσης ενός ρήτορα ενώπιον τού δικαστηρίου (α. «ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι» — κατά τη διάρκεια τής αγόρευσής μου που ήταν καθορισμένη από την κλεψύδρα, Δημοσθ.
β. «ἐὰν τὸ ὕδωρ ἐγχωρῇ» — αν επαρκεί ο χρόνος, Δημοσθ.)
5. άλλη ονομασία για το ηλιοστάσιο
6. στον πληθ. τὰ ὕδατα
ονομασία τόπων με θερμά ή μεταλλικά νερά
7. παγανιστική θεότητα
8. (κυρίως στους ειδωλολάτρες) κοσμογονικό στοιχείο που αποτελούσε τον τόπο γέννησης ακόμη και τού θεού
9. εκκλ. πανάρχαιο σύμβολο ενός κατ' εξοχήν καθαρτήριου και αναγεννητικού μέσου που υιοθετήθηκε από τον χριστιανισμό με τη μορφή τού ραντίσματος με αγιασμό ή με τη βαπτιστική κατάδυση ή με τη βαπτιστική επίχριση
10. φρ. «ὕδωρ τῆς ζωῆς» και «ὕδωρ ζῶν»
(με μτφ. σημ.) εκκλ. η διδασκαλία τού Ιησού Χριστού, η πίστη αλλά και η ζωή σύμφωνα με τα διδάγματά του
β) «ὕδωρ λογικόν»
εκκλ. ο εξαγνισμός τού πνεύματος από τα μιάσματα και τις αισχρότητες τής ειδωλολατρίας (Κλήμ. Αλ.)
γ) «πορεύεσθε ἐφ' ὕδωρ»
εκκλ. πορευθείτε για τη διάδοση τού Ευαγγελίου (Πρόκ. Γαζ.)
δ) «κεραύνια ὕδατα» — ραγδαίες βροχές (Πλούτ.)
11. παροιμ. α) «γράφειν τι εἰς ὕδωρ» ή «ἐν ὕδατι» ή «καθ' ὕδατος» — δηλώνει καθετί το παροδικό ή το ανάξιο εμπιστοσύνης
β) «ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ τὶ δεῑ ἐπιπίνειν» — δηλώνει μια κατάσταση που δεν επιδέχεται επανόρθωση
γ) «βρέχεσθαι ἐν ὕδατι» — βρέχομαι από ιδρώτα, ιδρώνω πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὕδ-ωρ ανάγεται σε ΙΕ ουδετέρου γένους τ. *әud- / *ud- «νερό» και εμφανίζει εναλλαγή στο επίθημα μεταξύ υγρού -r- και έρρινου -n- συμφώνου. Στην ονομαστική και αιτιατική τού τ. το επίθημα εμφανίζει μακρό φωνηεντισμό -ωρ- (πρβλ. σκ-ῶρ) αντί τής αναμενόμενης συνεσταλμένης βαθμίδας -αρ- (πρβλ. ἧπ-αρ). Οι υπόλοιπες πτώσεις σχηματίζονται με τη συνεσταλμένη βαθμίδα -α- έρρινου επιθήματος -n- και με οδοντική παρέκταση -t- (πιθ. κατ' επίδραση τών πολλών θεμάτων γενικής με -τ-, πρβλ. γέλως, γέλωτος, όνομα, -ατος, βλ. και λ. ήπαρ). Η λ. ὕδωρ συνδέεται με το ομβρ. ουδ. utur (με αφαιρετική une) και τα αρχ. ινδ. ud-n-as, ud-a-ka- (πρβλ. αρχ. ινδ. udanyati «ποτίζω, αρδεύω» και anudra- «άνυδρος»). Η χεττιτική εμφανίζει διαφορετικό φωνηεντισμό, πρβλ. χεττιτ. wadar και wedar όπως και η Γερμανική, πρβλ. γοτθ. wato, watins, αρχ. νορβ. vatn και αρχ. σαξ. watar (πρβλ. αγγλ. water, γερμ. Wasser). Η Ινδοευρωπαϊκή, ωστόσο, διέθετε για το νερό, εκτός από τον ουδετέρου γένους τ., και τ. θηλυκού γένους: λατ. aqua και unda, γοτθ. atva, αρχ. ινδ. āpah. Η Ελληνική, όπως με τη φωτιά (βλ. λ. πυρ) έτσι και με το νερό προτίμησε να χρησιμοποιήσει τ. ουδετέρου γένους. Η λ. ὕδωρ εμφανίζει σε επιγραφές και τ. ὕδρω (πιθ. με αντιμετάθεση τών συμφώνων, πρβλ. Ἀθύρ: Ἀθρύ) και επίσης μτγν. σιγμόληκτο τ. ὕδος (πρβλ. μῆχαρ: μῆχος) που θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. utsa «πηγή». Από το θ. ὑδρ- τής ονομαστικής (με τη μηδενισμένη βαθμίδα τού επιθήματος -ωρ-) έχουν σχηματιστεί πολλά παράγωγα τής λ. όπως το ρ. ὑδρεύω, τα επίθ. ὑδρηρός, ὑδρόεις, ὑδρώδης και τα ουσ. ὕδρα, ὕδρος (πρβλ. μυκην. udoro, αρχ. ινδ. udra-) και υδρία. Από το θ. υδρ- εξάλλου έχει σχηματιστεί μεγάλος αριθμός σύνθ. με α' συνθετικό υδρ(ο)-* και β' συνθετικό -υδρος (πρβλ. άν-υδρος, ἐν-υδρος, βλ. και λ. -ύδριον). Πολλά παράγωγα και σύνθ. έχουν σχηματιστεί και με το θ. τής γενικής ὑδατ- (πρβλ. ὑδαταίνω, ὑδάτινος, υδατώνω, ὑδατό-χρους, ἀν-ύδατος).
ΠΑΡ. υδαρής, υδατίδα, υδατικός, υδάτινος, υδάτιο(ν), υδατισμός, υδατώδης, υδατώ(νω), ύδρα, υδρεύω, υδρία, ύδρος
αρχ.
υδαλέος, ύδαταίνω, υδατεινός, υδατιαίος, υδραίνω, υδρηρός, ύδρις, υδρόεις, υδρότης, υδρώδης, υδρών αρχ.-μσν. υδατηρός, υδατόεις, υδραίος, υδρηλός
μσν.- νεοελλ.
υδάτιος
νεοελλ.
υδρικός. Συνθ. με α' συνθετικό υδατ(ο)-: υδατοειδής, υδατόχρους
αρχ.
υδατηγός, υδατοπλήξ, υδατοπότης, υδατοστεγής, υδατοτρεφής, υδατόχλοος, υδατόχλωρος, υδατόχολος
αρχ.-μσν.
υδατοδόχος
μσν.
υδατόλουτος, υδατομαντεία, υδατομήτωρ, υδατοπαγής, υδατόρροια, υδατόστρωτος, υδατοτρόφος
μσν.- νεοελλ.
υδατόμικτος
νεοελλ.
υδαταγωγός, υδατάνθρακας, υδατοβαφής, υδατογενής, υδατογράφος, υδατοδιαλυτός, υδατοκομία, υδατοκρουνός, υδατόλυμα, υδατόπτωση, υδατόσημο, υδατοστρόδιλος, υδατόφραγμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό υδρ-) βλ. λ. υδρ(ο)-. (Β συνθετικό -υδρος) άνυδρος, ένυδρος, κάθυδρος, φίλυδρος
αρχ.
άϋδρος, άφυδρος, δίϋδρος, δύσυδρος, επίϋδρος, εύϋδρος, έφυδρος, μελάνυδρος, ολιγόϋδρος, πάρυδρος, πολύϋδρος, σπάνυδρος, υπέρυδρος, φεύγυδρος, χέρσυδρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὕδωρ — water neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύδωρ — το γεν. ύδατος, πληθ. ύδατα 1. το νερό, το υγρό στοιχείο της φύσης (θάλασσες, ποταμοί, λίμνες, πηγές, βροχή κτλ.). 2. γενική ονομασία διάφορων χημικών ή φυσικών υγρών: Βαρύ ύδωρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὕδωρ παραρρεῖ. — ὕδωρ παραρρεῖ. См. Время летит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὑδωρ ὑπέρῳ πλήττειν. — ὑδωρ ὑπέρῳ πλήττειν. См. Воду толочь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ύδωρ, βαρύ — Ένωση, χημικά ανάλογη με το κοινό νερό, αλλά με διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά, επειδή στο μόριό του, αντί των δύο ατόμων του υδρογόνου, περιέχει δύο ισότοπά του, που ονομάζονται δευτέριο (σύμβολο D). Επειδή η ατομική μάζα του δευτέριου είναι… …   Dictionary of Greek

  • εφ' ύδωρ — ἐφ ὕδωρ και όχι ἐφύδωρ, ὁ (Α) 1. ο φύλακας, ο επιστάτης τού υδραυλικού ρολογιού (κλεψύδρας) στα αθηναϊκά δικαστήρια 2. (ως εμπρόθ. προσδ.) ἐφ ὕδωρ υπό το ύδωρ, κάτω από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὕδωρ] …   Dictionary of Greek

  • Βόρβόρῳ ὑδωρ Λαμπρὸν μαίνων, οὔποδ’ εὑρήσεις ποτόν. — βόρβόρῳ ὑδωρ Λαμπρὸν μαίνων, οὔποδ’ εὑρήσεις ποτόν. См. Не плюй в колодезь, приведется воды напиться …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. — ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. См. Клятвы любовные …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αμαρήιον ύδωρ — ἀμαρήιον ὕδωρ (Α) [ἀμάρα] το νερό τής αμάρας, νερό που κυλά μέσα από τον οχετό …   Dictionary of Greek

  • Ἄριστον μὲν ὕδωρ. — См. Голая правда, истина …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”